- παρακεκριμένον
- παρακρίνωjudge falselyperf part mp masc acc sgπαρακρίνωjudge falselyperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακρίνω — Α 1. κρίνω εσφαλμένα 2. παθ. παρακρίνομαι παρατάσσομαι («πολλόν δὲ πεζὸν παρακεκριμένον παρὰ τὸν αἰγιαλιόν», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek